Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
View word page
στυγερῶς

[adv. fr. στυγερός.]

In dire wise, so as to entail bitter consequences, so as to make a person rue his presumption or his falling short in something : ς. κε πολέμου ἀπερωήσειας Il. 16.723 : ς. κέ τινα πέμψαιμι νέεσθαι Od. 21.374. Cf. Od. 23.23.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυγερῶς
Headword (normalized):
στυγερῶς
Headword (normalized/stripped):
στυγερως
IDX:
8592
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8593
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. στυγερός.]</p> <p>In dire wise, so as to entail bitter consequences, so as to make a person rue his presumption or his falling short in something : ς. κε πολέμου ἀπερωήσειας Il. 16.723 : ς. κέ τινα πέμψαιμι νέεσθαι Od. 21.374. Cf. Od. 23.23.</p>'}