Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
View word page
στυγερός
-ή, -όν
[στυγέω.]
ShortDef
hated, abominated, loathed
Debugging
Headword:
στυγερός
Headword (normalized):
στυγερός
Headword (normalized/stripped):
στυγερος
IDX:
8591
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8592
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[στυγέω.]</p>'}