Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
View word page
στρωφάω

[στρέφω.]

(ἀμφιπερι-, ἀνα-, ἐπι-)

ShortDef

to turn constantly

Debugging

Headword:
στρωφάω
Headword (normalized):
στρωφάω
Headword (normalized/stripped):
στρωφαω
IDX:
8590
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8591
Key:

Data

{'content': '<p>[στρέφω.]</p> <p>(ἀμφιπερι-, ἀνα-, ἐπι-)</p>'}