Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
ἀνέστιος
ἀνέσχε
ἀνέσχεθε
ἀνέτειλε
ἀνέτλη
ἀνετράπετο
ἄνευ
ἄνευθε
ἀνεφάλλομαι
View word page
ἀνέστη
3 sing. aor. ἀνίστημι B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέστη
Headword (normalized):
ἀνέστη
Headword (normalized/stripped):
ανεστη
IDX:
858
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.859
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀνίστημι B.</p>'}