Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
View word page
στρέφω

3 pl. pa. iterative στρέψασκον Il. 18.546.

3 sing. aor. στρέψε Od. 15.205.

3 pl. στρέψαν Od. 4.520.

Pple. στρέψας, -αντος Il. 18.544, Od. 3.488 : Od. 10.528.

Infin. στρέψαι Il. 8.168, Il. 13.396.

Fut. infin. mid. στρέψεσθαι Il. 7.516.

Aor. pple. pass. στρεφθείς, -έντος Il. 5.40, 575, Il. 12.428, Il. 15.645, Il. 16.308, 598 : Od. 9.435, Il. 16.352.

Fem. στρεφθεῖσα Il. 18.139.

(ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, μετα-, περι-, ὑπο-)

ShortDef

to turn about

Debugging

Headword:
στρέφω
Headword (normalized):
στρέφω
Headword (normalized/stripped):
στρεφω
IDX:
8584
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8585
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pa. iterative στρέψασκον Il. 18.546.</p> <p>3 sing. aor. στρέψε Od. 15.205.</p> <p>3 pl. στρέψαν Od. 4.520.</p> <p>Pple. στρέψας, -αντος Il. 18.544, Od. 3.488 : Od. 10.528.</p> <p>Infin. στρέψαι Il. 8.168, Il. 13.396.</p> <p>Fut. infin. mid. στρέψεσθαι Il. 7.516.</p> <p>Aor. pple. pass. στρεφθείς, -έντος Il. 5.40, 575, Il. 12.428, Il. 15.645, Il. 16.308, 598 : Od. 9.435, Il. 16.352.</p> <p>Fem. στρεφθεῖσα Il. 18.139.</p> <p>(ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, μετα-, περι-, ὑπο-)</p>'}