Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
View word page
στρεπτός

-ή, -όν

[στρεπ-, στρέφω.]

ShortDef

flexible, pliant; (subst.) necklace

Debugging

Headword:
στρεπτός
Headword (normalized):
στρεπτός
Headword (normalized/stripped):
στρεπτος
IDX:
8581
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8582
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[στρεπ-, στρέφω.]</p>'}