Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
View word page
στρατόομαι

[στρατός.]

3 pl. impf. ἐστρατόωντο. (ἀμφι-)

ShortDef

be encamped, take the field

Debugging

Headword:
στρατόομαι
Headword (normalized):
στρατόομαι
Headword (normalized/stripped):
στρατοομαι
IDX:
8579
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8580
Key:

Data

{'content': '<p>[στρατός.]</p> <p>3 pl. impf. ἐστρατόωντο. (ἀμφι-)</p>'}