Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
View word page
στόνος

-ου, ὁ

[στένω, στείνω.]

ShortDef

a sighing, groaning, lamentation

Debugging

Headword:
στόνος
Headword (normalized):
στόνος
Headword (normalized/stripped):
στονος
IDX:
8577
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8578
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[στένω, στείνω.]</p>'}