Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
View word page
στοναχή
-ῆς, ἡ
[στενάχω.]
ShortDef
a groaning, wailing
Debugging
Headword:
στοναχή
Headword (normalized):
στοναχή
Headword (normalized/stripped):
στοναχη
IDX:
8575
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8576
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[στενάχω.]</p>'}