Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
στρέφω
View word page
στοναχέω

[στοναχή.]

(ἐπι-)

ShortDef

to groan, sigh

Debugging

Headword:
στοναχέω
Headword (normalized):
στοναχέω
Headword (normalized/stripped):
στοναχεω
IDX:
8574
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8575
Key:

Data

{'content': '<p>[στοναχή.]</p> <p>(ἐπι-)</p>'}