Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
στρεφεδινέω
View word page
στόμαχος
-ου, ὁ
[στόμα.]
ShortDef
a mouth, opening
Debugging
Headword:
στόμαχος
Headword (normalized):
στόμαχος
Headword (normalized/stripped):
στομαχος
IDX:
8573
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8574
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[στόμα.]</p>'}