Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
στρεύγομαι
View word page
στόμα

-ατος, τό.

ShortDef

the mouth

Debugging

Headword:
στόμα
Headword (normalized):
στόμα
Headword (normalized/stripped):
στομα
IDX:
8572
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8573
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό.</p>'}