Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
στρεπτός
View word page
στιχάομαι

[στιχ-, στείχω.]

3 pl. impf. ἐστιχόωντο.

ShortDef

to march in rows

Debugging

Headword:
στιχάομαι
Headword (normalized):
στιχάομαι
Headword (normalized/stripped):
στιχαομαι
IDX:
8571
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8572
Key:

Data

{'content': '<p>[στιχ-, στείχω.]</p> <p>3 pl. impf. ἐστιχόωντο.</p>'}