Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
στρατός
View word page
Στίξ

[στιχ-, στείχω.]

Genit. στιχός Il. 16.173, Od. 3.362.

Elsewhere only in nom. pl. στίχες and acc. στίχας.

ShortDef

a row, line, rank

Debugging

Headword:
Στίξ
Headword (normalized):
στίξ
Headword (normalized/stripped):
στιξ
IDX:
8570
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8571
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[στιχ-, στείχω.]</p> <p>Genit. στιχός Il. 16.173, Od. 3.362.</p> <p>Elsewhere only in nom. pl. στίχες and acc. στίχας.</p>'}