Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στορέννυμι
στρατόομαι
View word page
στιλπνός
-ή, -όν
[στίλβω.]
ShortDef
glittering, glistening
Debugging
Headword:
στιλπνός
Headword (normalized):
στιλπνός
Headword (normalized/stripped):
στιλπνος
IDX:
8569
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8570
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[στίλβω.]</p>'}