Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
View word page
στιβαρῶς

[adv. fr. στιβαρός.]

Strongly, stoutly, so as to be capable of resisting great force : πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Il. 12.454.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιβαρῶς
Headword (normalized):
στιβαρῶς
Headword (normalized/stripped):
στιβαρως
IDX:
8566
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8567
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. στιβαρός.]</p> <p>Strongly, stoutly, so as to be capable of resisting great force : πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Il. 12.454.</p>'}