Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
στοναχέω
View word page
στήτην
3 dual aor. ἵστημι (β̓.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στήτην
Headword (normalized):
στήτην
Headword (normalized/stripped):
στητην
IDX:
8564
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8565
Key:
Data
{'content': '<p>3 dual aor. ἵστημι (β̓.</p>'}