Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
στόμα
στόμαχος
View word page
στῆτε
aor. imp. pl. ἵστημι (β̓.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στῆτε
Headword (normalized):
στῆτε
Headword (normalized/stripped):
στητε
IDX:
8563
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8564
Key:
Data
{'content': '<p>aor. imp. pl. ἵστημι (β̓.</p>'}