Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
στιλπνός
Στίξ
στιχάομαι
View word page
στῆσαν
3 pl. aor. ἵστημι (ἀ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στῆσαν
Headword (normalized):
στῆσαν
Headword (normalized/stripped):
στησαν
IDX:
8561
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8562
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ἵστημι (ἀ.</p>'}