Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
στίλβω
View word page
στήομεν

1 pl. aor. subj. ἵστημι (β̓.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στήομεν
Headword (normalized):
στήομεν
Headword (normalized/stripped):
στηομεν
IDX:
8558
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8559
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. subj. ἵστημι (β̓.</p>'}