Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
στίβη
View word page
στήμεναι

στῆναι

aor. infin. ἵστημι (β̓.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στήμεναι
Headword (normalized):
στήμεναι
Headword (normalized/stripped):
στημεναι
IDX:
8557
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8558
Key:

Data

{'content': '<p>στῆναι</p> <p>aor. infin. ἵστημι (β̓.</p>'}