Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
στήτην
στιβαρός
στιβαρῶς
View word page
στήλη
-ης, ἡ.
ShortDef
a block of stone
Debugging
Headword:
στήλη
Headword (normalized):
στήλη
Headword (normalized/stripped):
στηλη
IDX:
8556
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8557
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}