Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
στῆτε
View word page
στῇ

3 sing. aor. ἵστημι (β̓.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στῇ
Headword (normalized):
στῇ
Headword (normalized/stripped):
στη
IDX:
8553
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8554
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἵστημι (β̓.</p>'}