Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
στηρίζω
στῆσα
στῆσαν
στῆσαν
View word page
στέωμεν

1 pl. aor. subj. ἵστημι (β̓.

ShortDef

segestrum

Debugging

Headword:
στέωμεν
Headword (normalized):
στέωμεν
Headword (normalized/stripped):
στεωμεν
IDX:
8552
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8553
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. subj. ἵστημι (β̓.</p>'}