Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
στήομεν
View word page
στεφάνη

-ης, ἡ

[στέφω.]

ShortDef

anything that encircles

Debugging

Headword:
στεφάνη
Headword (normalized):
στεφάνη
Headword (normalized/stripped):
στεφανη
IDX:
8548
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8549
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[στέφω.]</p>'}