Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
στήμεναι
View word page
στεῦμαι
ShortDef
to make as if one would, to promise
Debugging
Headword:
στεῦμαι
Headword (normalized):
στεῦμαι
Headword (normalized/stripped):
στευμαι
IDX:
8547
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8548
Key:
Data
{'content': ''}