Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
στήλη
View word page
στεροπηγερέτα

[στεροπή + ἀγείρω.]

(Prob. orig. a voc. turned into a nom.) Gatherer of lightnings.

Epithet of Zeus Il. 16.298.

ShortDef

he who gathers the lightning

Debugging

Headword:
στεροπηγερέτα
Headword (normalized):
στεροπηγερέτα
Headword (normalized/stripped):
στεροπηγερετα
IDX:
8546
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8547
Key:

Data

{'content': '<p>[στεροπή + ἀγείρω.]</p> <p>(Prob. orig. a voc. turned into a nom.) Gatherer of lightnings.</p> <p>Epithet of Zeus Il. 16.298.</p>'}