Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
στῆθι
στῆθος
View word page
στεροπή
-ῆς, ἡ
[cf. ἀστεροπή.]
ShortDef
a flash of lightning
Debugging
Headword:
στεροπή
Headword (normalized):
στεροπή
Headword (normalized/stripped):
στεροπη
IDX:
8545
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8546
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[cf. ἀστεροπή.]</p>'}