Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
στῇ
View word page
στερεῶς
[adv. fr. στερεός.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στερεῶς
Headword (normalized):
στερεῶς
Headword (normalized/stripped):
στερεως
IDX:
8543
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8544
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. στερεός.]</p>'}