Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
στέφω
στέωμεν
View word page
στερέω
Aor. infin. στερέσαι.
ShortDef
to deprive, bereave, rob of
Debugging
Headword:
στερέω
Headword (normalized):
στερέω
Headword (normalized/stripped):
στερεω
IDX:
8542
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8543
Key:
Data
{'content': '<p>Aor. infin. στερέσαι.</p>'}