Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
στεφανόω
View word page
στένω
See στείνω.
ShortDef
to moan, sigh, groan
Debugging
Headword:
στένω
Headword (normalized):
στένω
Headword (normalized/stripped):
στενω
IDX:
8540
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8541
Key:
Data
{'content': '<p>See στείνω.</p>'}