Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
στέφανος
View word page
στενάχω
[στένω, στείνω.]
3 sing. pa. iterative στενάχεσκε Il. 19.132.
(ἀνα-, ἐπι-)
ShortDef
to sigh, groan, wail
Debugging
Headword:
στενάχω
Headword (normalized):
στενάχω
Headword (normalized/stripped):
στεναχω
IDX:
8539
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8540
Key:
Data
{'content': '<p>[στένω, στείνω.]</p> <p>3 sing. pa. iterative στενάχεσκε Il. 19.132.</p> <p>(ἀνα-, ἐπι-)</p>'}