Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
στερέω
στερεῶς
στέρνον
στεροπή
στεροπηγερέτα
στεῦμαι
στεφάνη
View word page
στεναχίζω

[στενάχω.]

(ἀνα-, περιστεναχίζομαι, ὑπο-)

ShortDef

to sigh, groan, wail

Debugging

Headword:
στεναχίζω
Headword (normalized):
στεναχίζω
Headword (normalized/stripped):
στεναχιζω
IDX:
8538
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8539
Key:

Data

{'content': '<p>[στενάχω.]</p> <p>(ἀνα-, περιστεναχίζομαι, ὑπο-)</p>'}