Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
στένω
στερεός
View word page
στείνω

and (in sense (4)) στένω. (μετα-, περι-)

ShortDef

to straiten

Debugging

Headword:
στείνω
Headword (normalized):
στείνω
Headword (normalized/stripped):
στεινω
IDX:
8531
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8532
Key:

Data

{'content': '<p>and (in sense (4)) στένω. (μετα-, περι-)</p>'}