Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
στεναχίζω
στενάχω
View word page
στειλειόν
τό. = στειλειή. Od. 5.236.
ShortDef
the handle (στελεόν LSJ)
Debugging
Headword:
στειλειόν
Headword (normalized):
στειλειόν
Headword (normalized/stripped):
στειλειον
IDX:
8529
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8530
Key:
Data
{'content': '<p>τό. = στειλειή. Od. 5.236.</p>'}