Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
στέμμα
View word page
στεῖλα
aor. στέλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στεῖλα
Headword (normalized):
στεῖλα
Headword (normalized/stripped):
στειλα
IDX:
8527
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8528
Key:
Data
{'content': '<p>aor. στέλλω.</p>'}