Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
στέλλω
View word page
στείβω

To trample under foot : νέκυας Il. 11.534. Cf. Od. 3.499.

To tread or tramp (clothes) in washing Od. 7.92.

ShortDef

to tread on, tread under foot

Debugging

Headword:
στείβω
Headword (normalized):
στείβω
Headword (normalized/stripped):
στειβω
IDX:
8526
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8527
Key:

Data

{'content': '<p>To trample under foot : νέκυας Il. 11.534. Cf. Od. 3.499.</p> <p>To tread or tramp (clothes) in washing Od. 7.92.</p>'}