Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα.
στείχω
View word page
στέαρ

στέατος, τό.

ShortDef

stiff fat, tallow, suet

Debugging

Headword:
στέαρ
Headword (normalized):
στέαρ
Headword (normalized/stripped):
στεαρ
IDX:
8525
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8526
Key:

Data

{'content': '<p>στέατος, τό.</p>'}