Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
View word page
σταφύλη

-ης, ἡ.

ShortDef

plummet

Debugging

Headword:
σταφύλη
Headword (normalized):
σταφύλη
Headword (normalized/stripped):
σταφυλη
IDX:
8522
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8523
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}