Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
στείνω
View word page
σταυρός
-οῦ, ὁ
[στα-, ἵστημι.]
ShortDef
an upright pale
Debugging
Headword:
σταυρός
Headword (normalized):
σταυρός
Headword (normalized/stripped):
σταυρος
IDX:
8521
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8522
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[στα-, ἵστημι.]</p>'}