Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στεῖνος
View word page
στατός
[στα-, ἵστημι.]
ShortDef
placed, standing
Debugging
Headword:
στατός
Headword (normalized):
στατός
Headword (normalized/stripped):
στατος
IDX:
8520
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8521
Key:
Data
{'content': '<p>[στα-, ἵστημι.]</p>'}