Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
στειλειή
View word page
στάς

aor. pple. ἵστημι (β̓.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάς
Headword (normalized):
στάς
Headword (normalized/stripped):
στας
IDX:
8518
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8519
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. ἵστημι (β̓.</p>'}