Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
στάχυς
στέαρ
στείβω
στεῖλα
View word page
στάξε

3 sing. aor. στάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάξε
Headword (normalized):
στάξε
Headword (normalized/stripped):
σταξε
IDX:
8517
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8518
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. στάζω.</p>'}