Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σπλάγχνον
σπόγγος
σποδιά
σποδός
σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
σταφύλη
σταφυλή
View word page
σταθμός
-οῦ ὁ
[στα-, ἵστημι.]
ShortDef
a standing place, weight
Debugging
Headword:
σταθμός
Headword (normalized):
σταθμός
Headword (normalized/stripped):
σταθμος
IDX:
8513
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8514
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ ὁ</p> <p>[στα-, ἵστημι.]</p>'}