Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σπιλάς
σπινθήρ
σπλάγχνον
σπόγγος
σποδιά
σποδός
σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
στατός
σταυρός
View word page
στάθμη
-ης, ἡ
[στα-, ἵστημι.]
ShortDef
a carpenter's line
Debugging
Headword:
στάθμη
Headword (normalized):
στάθμη
Headword (normalized/stripped):
σταθμη
IDX:
8511
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8512
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[στα-, ἵστημι.]</p>'}