Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σπῆϊ
σπιδής
σπιλάς
σπινθήρ
σπλάγχνον
σπόγγος
σποδιά
σποδός
σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
σταμίνες
στάν
στάξε
στάς
στάσκε
View word page
στάδιος

-η, -ον

[στα-, ἵστημι.]

(αὐτοστάδιος).

ShortDef

standing firm

Debugging

Headword:
στάδιος
Headword (normalized):
στάδιος
Headword (normalized/stripped):
σταδιος
IDX:
8509
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8510
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[στα-, ἵστημι.]</p> <p>(αὐτοστάδιος).</p>'}