Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
ἀνέστιος
View word page
ἀνερρίπτουν

3 pl. impf. See ἀναρρίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνερρίπτουν
Headword (normalized):
ἀνερρίπτουν
Headword (normalized/stripped):
ανερριπτουν
IDX:
850
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.851
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. See ἀναρρίπτω.</p>'}