Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σπέρχω
σπέσθαι
σπέσσι
σπεύδω
σπήεσσι
σπῆϊ
σπιδής
σπιλάς
σπινθήρ
σπλάγχνον
σπόγγος
σποδιά
σποδός
σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
σταθμόνδε
σταθμός
σταίη
View word page
σπόγγος
-ου, ὁ.
ShortDef
a sponge
Debugging
Headword:
σπόγγος
Headword (normalized):
σπόγγος
Headword (normalized/stripped):
σπογγος
IDX:
8504
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8505
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}