Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σπένδω
σπέος
σπέρμα
σπέρχω
σπέσθαι
σπέσσι
σπεύδω
σπήεσσι
σπῆϊ
σπιδής
σπιλάς
σπινθήρ
σπλάγχνον
σπόγγος
σποδιά
σποδός
σπονδή
σπουδή
στάδιος
στάζω
στάθμη
View word page
σπιλάς

-άδος, ἡ.

ShortDef

a rock over which the sea dashes, a ledge of rock
spot
storm, squall

Debugging

Headword:
σπιλάς
Headword (normalized):
σπιλάς
Headword (normalized/stripped):
σπιλας
IDX:
8501
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8502
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος, ἡ.</p>'}