Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνέμνησας
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμώλιος
ἀνένεικα
ἀνέντες
ἀνέξομαι
ἀνέπαλτο
ἀνεπᾶλτο
ἀνέπνευσαν
ἀνερρίπτουν
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
View word page
ἀνέπνευσαν
3 pl. aor. ἀναπνέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέπνευσαν
Headword (normalized):
ἀνέπνευσαν
Headword (normalized/stripped):
ανεπνευσαν
IDX:
849
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.850
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ἀναπνέω.</p>'}